Ενότητα :Τεύχος 89. Ιανουάριος 2009

Τίτλος : Σχίζας Γιάννης: Περί κάφρων και περί βανδάλων

Διαβάστηκε: 920 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

ΠΕΡΙ ΚΑΦΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΒΑΝΔΑΛΩΝ...

 

Του Γιάννη Σχίζα

 

Η «στρατιά» των κάφρων ισοπέδωσε το Παγκρήτιο (Στάδιο)

...η «λυπητερή» αγγίζει τις 300.000 ευρώ!

Ρεπορτάζ για τον αγώνα Παναθηναϊκού –ΟΦΗ,

Ελευθεροτυπία 23.12.2008

 

Υποθέτω ότι κάποιοι αφρικανοί πολίτες, μέλη της φυλής των Κάφρων, δεν θα αισθάνονταν ευχαριστημένοι αν μάθαιναν ότι το όνομά τους «αξιοποιείται» για υβριστικές χρήσεις. Υποθέτω, επίσης, ότι ελάχιστα θα τους παρηγορούσε το γεγονός ότι και άλλα ονόματα, όπως λ.χ. των Βουλγάρων, χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες περιστάσεις για να εκφράσουν τις προσβλητικές διαθέσεις κάποιων πάνω σε κάποιους. Επί του ζητήματος κάτι ξέρει ο κ. Μπαμπινιώτης, που προ ετών άκουσε τα εξ αμάξης γιατί ως γλωσσολόγος κατέγραψε μέσα στο λεξικό του τη σύνδεση του σημαίνοντος «Βούλγαροι» με τα απαξιωτικά σημαινόμενα των νοτιοελλαδιτών φιλάθλων έναντι των ΠΑΟΚτζήδων... Η υπόθεση θα πήγαινε ακόμη πιο μακριά, αν σκεφτόμασταν εμάς τους Έλληνες, που είχαμε παλιά  πληροφορηθεί ότι σε γαλλικό λεξικό και στο λήμμα «grec», είχαν «παρεισφρύσει» οι σημασίες του «μικροκλέφτη» και «μικροαπατεώνα».

Το ζήτημα της «υπεξαίρεσης» ονομάτων με στόχο την εξύβριση τρίτων, είναι θέμα «παράπλευρων απωλειών». Σημαδεύεις τον καταστροφέα, σημαδεύεις τον «κάφρο» της αθλητικής αναμέτρησης, αλλά πλήττεις και τον αφρικανό πολίτη! Είναι ένα θέμα πραγματικά μεγάλο, δοθέντος ότι κάπως πρέπει να ξεσπάμε και να βρίζουμε, αν θέλουμε να περιορίσουμε τα εγκεφαλικά. Δοθέντος ότι το λεγόμενο «εναλλακτικό βρισίδι» με τις «ήπιες» λέξεις δεν είναι ιδιαίτερα εκτονωτικό: Είναι σα να πηγαίνεις στο γήπεδο και να «ξεδίνεις» σε κρίσιμες φάσεις χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «Διαιτητή συνουσιάζεσαι» ή «προπονητή είσαι αυνανιστής»...

 

ΑΕΙΦΟΡΙΚΟΣ  ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ

Πέρα όμως από τις «σημάνσεις» με τις επιπτώσεις τους, υπάρχουν τα άτιμα τα σημαινόμενα... Όπως να το πεις και να το κατηγοριοποιήσεις, υπάρχει το θέμα του αειφορικού βανδαλισμού. Υπάρχουν τα αλλεπάλληλα χαστούκια που τρώμε στους δρόμους της Αθήνας, όταν επιχειρούμε να διακρίνουμε σε κακοποιημένες πινακίδες προς τα που να στρίψουμε. Υπάρχουν αυτοί που εκπέμπουν τα μηνύματά τους στους τοίχους, προκαλώντας χρόνια δυσμορφία στο τοπίο της πόλης. Είναι ακόμη οι βάνδαλοι χωρίς αιτία, που μόνο τον Νοέμβρη του 2007 έκαναν φύλλο και φτερό ένα σχολικό συγκρότημα στο Παγκράτι. «Υπάρχει ένα εξαθλιωμένο τσογλαναριάτο εξειδικευμένο στην καταστροφή εγκαταστάσεων του Πολυτεχνείου μετά από διάφορα πολιτικά γεγονότα» -θύμιζε τότε ο υποφαινόμενος, χρησιμοποιώντας σαν τίτλο μια κουβέντα του Καστοριάδη («Το θετικό μίσος του ωραίου», Εποχή 2.12.2007). Υπάρχουν οι λεβεντομαλάκες εντουράδες στα μονοπάτια της Πάρνηθας, που θρυμματίζουν αναίσχυντα τη σιωπή και την ποιότητα του δασικού τοπίου (Οικοτοπία, τεύχος 36). Τελευταίο και σημαντικότερο όλων: Υπάρχουν αυτοί που ως ποινή στο πρόσφατο φονικό του 16χρονου Αλέξη, επέβαλαν το βανδαλισμό του αθηναϊκού κέντρου. Και από κοντά ήλθαν οι βανδαλίζοντες τη δημόσια συζήτηση με τον κομφουζιονιστικό συμψηφισμό όλων των πολιτικών συμπεριφορών, με την ακροβατική συσχέτιση φονικού και ευθυνών του πνευματικού κόσμου. Και εν τέλει με τη διεξαγωγή ενός ιδεολογικού «κλεφτοπολέμου» εκεί που θα έπρεπε να απαντήσουν «στα ίσια» -λέγοντάς μας λόγου χάρη το κατά πόσο η βάναυση διακοπή μιας θεατρικής παράστασης και η αναγραφή στο φουαγιέ του Εθνικού Θεάτρου του συνθήματος «σκατά στους κουλτουριάρηδες» συνιστά θεμιτή δράση. Και μάλιστα δράση που σημαδεύει τις «απέναντι» δυνάμεις της βαρβαρότητας και της αστυνομικής αυθαιρεσίας (δες κείμενο των Δοξιάδη, Θεοδωρόπουλου και Μάρκαρη, www.ppol.gr 28.12.2008)...

 

ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αναντίρρητα το μεγάλο θέμα των κοινωνικών «ξεσπασμάτων» και των βανδαλισμών. Οι ταραχές στο Λος Άντζελες του 1992 ή στα παριζιάνικα περίχωρα του 2005, δήλωσαν μάλλον τη γενικευμένη αποξένωση ενός «ανθυποπρολεταριάτου» παρά μια εξεγερσιακή κατάσταση για την αλλαγή της κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως έβαλαν το ζήτημα για το κατά πόσο αυτές οι ταραχές λειτουργούν ως «εμβολιασμοί» της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, δημιουργώντας «πολιτικά αντισώματα» σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες και υπονομεύοντας εξ αρχής κάθε πολιτική κινητικότητα με στόχο την αλλαγή…

Σήμερα στην ελληνική πραγματικότητα, η αιτιώδης συσχέτιση των «δεκεμβριανών» με την πολιτική κινητικότητα του λαού και της ευρείας αριστεράς, είναι προφανώς αβάσιμη. Τα μεγάλα λαϊκά αιτήματα μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, οι αντιστάσεις όπως αυτή στο 65ωρο, στην ιδιωτικοποίηση της Παιδείας ή στην ιδιοποίηση των ασφαλιστικών πόρων, δεν περίμεναν και δεν περιμένουν το «σύνθημα» από τους βανδαλιστές της οδού Ερμού. Πολύ περισσότερο ακόμη, τα μεγάλα αιτήματα ποιότητας ζωής, η ανάγκη για ένα νέο αστικό χώρο με λειτουργικότητα, για ένα αστικό περιβάλλον που θα κατευνάζει τον ασίγαστο καημό του Αθηναίου για αισθητική, δεν έχουν τη παραμικρή σχέση με τους μολοτωφιστές και τους παραστεκάμενους.

Η θεαματική περιφρόνηση αντικειμένων όπως είναι τα αυτοκίνητα, οι βιτρίνες, οι καλαίσθητες επιφάνειες της πόλης, οι πανεπιστημιακοί χώροι κλπ. συνδέεται με τα «σκουπιδοφιλικά» βιώματα που καλλιεργούνται μέσα στο γενικότερο καθεστώς της διαρκούς εισροής και εκροής καταναλωτικών αντικειμένων. Μια τέτοια απαξίωση πραγμάτων θα ήταν αδιανόητη στην παραδοσιακή κοινωνία, όπου τα πάντα μπαλώνονταν, ενώ ακόμη και το πέταγμα του περισσευούμενου ψωμιού έφερνε την κατακραυγή ή και το χαστούκισμα του δράστη! Αλλά, η απαξίωση των πραγμάτων σημαίνει την απαξίωση  της εργασίας, και η απαξίωση της εργασίας εκπέμπει μια υποβόσκουσα βιοθεωρία «εύκολου κέρδους». Οι βάνδαλοι φορείς αυτής της βιοθεωρίας δεν είναι επαναστάτες – απαλλοτριωτές. Το αντίστροφο επίσης αληθεύει.

Η κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να είναι το «εύκολο κέρδος» μερικών σαματάδων. Ακόμη, η κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να είναι άσχετη με το πνεύμα του «οικολογικού διαφωτισμού». Σ’ αυτή την κατάσταση οι οικολόγοι καλούνται να μπουν στο παιχνίδι και να βάλουν στη θέση τους διάφορους «δήθεν». Αυτό φυσικά τελεί υπό την προϋπόθεση ότι θα σταθούν σε απόσταση «ετών φωτός» από το σύνθημα «Η κοινωνία της ρύπανσης δεν καθαρίζεται αλλά καίγεται», που είχε γίνει παλιά εξώφυλλο σε ένα τεύχος της «Οικολογικής Εφημερίδα» της δεκαετίας του 80…

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 89, 1/2009

 

Επιστροφή